- ῥητινόκηρον
- ῥητινόκηρονwax dissolved in resinneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρητινόκηρον — τὸ, Α μίγμα ή διάλυμα κεριού και ρητίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητίνη + κηρός «κερί»] … Dictionary of Greek
ῥητινοκήρου — ῥητινόκηρον wax dissolved in resin neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)